- φιλοκακούργος
- -ον, Α(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που διαπράττει κακό με ευχαρίστηση.επίρρ...φιλοκακούργως Αμε αγάπη προς το έγκλημα, το κακούργημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κακοῦργος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
φιλοκακούργως — Α επίρρ. βλ. φιλοκακοῦργος … Dictionary of Greek